- ὑπέρχρεως
- ὑπέρχρεως, ων,A over head and ears in debt, D.27.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπέρχρεως — ὑπέρχρεω̆ς , ὑπέρχρεως over head and ears in debt adverbial ὑπέρχρεω̆ς , ὑπέρχρεως over head and ears in debt masc/fem nom pl ὑπέρχρεω̆ς , ὑπέρχρεως over head and ears in debt masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρχρεως — ων, ΜΑ, και ὑπέρχρειος, ον, Μ βυθισμένος στα χρέη, καταχρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρεως (< χρέος/ χρεῖος / χρέως), πρβλ. κατά χρεως, ὑπό χρεως] … Dictionary of Greek
υπέρχρειος — ον, Μ βλ. ὑπέρχρεως … Dictionary of Greek